προνόει — προνοέω perceive before pres imperat act 2nd sg (attic epic) προνοέω perceive before imperf ind act 3rd sg (attic epic) προνοοῦμαι perceive before pres imperat act 2nd sg (attic epic) προνοοῦμαι perceive before imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προνοητικός — ή, ό / προνοητικός, ή, όν, ΝΜΑ [προνοητής] 1. αυτός που έχει την ικανότητα να προνοεί, να προβλέπει 2. συνετός, φρόνιμος, προσεκτικός (α. «για να μην αντιμετωπίζει κανείς πολλές δυσκολίες, πρέπει να είναι προνοητικός» β. «ἐνόμιζες εἶναι τῶν...… … Dictionary of Greek
Προμηθέας — Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, που καθιερώθηκε και στη θρησκευτική λατρεία. Η αθηναϊκή εορτή, τα Προμήθεια, θύμιζαν στους ανθρώπους την αρπαγή της φωτιάς από τον Π., ναός του οποίου υπήρχε κοντά στην Ακαδήμεια και τάφος του στον Οπούντα και… … Dictionary of Greek
απαρακολούθητος — ἀπαρακολούθητος, ον (AM) μσν. 1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον παρακολουθήσει, ο ακατανόητος 2. όποιος δεν προνοεί για κάτι αρχ. (επίρρ., τως) απερίσκεπτα … Dictionary of Greek
απρονόητος — η, ο (AM ἀπρονόητος, ον) 1. αυτός που δεν προνοεί, που δεν παίρνει εκ των προτέρων τα κατάλληλα μέτρα, απερίσκεπτος 2. αυτός για τον οποίο δεν έλαβε κανείς πρόνοια, απρόβλεπτος, ξαφνικός αρχ. 1. (για χώρα) αφύλαχτη 2. (για τόπο) ανεξερεύνητος,… … Dictionary of Greek
εταιρεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον ελληνικό Aστικό Kώδικα (Α.Κ.) είναι μια ιδιότυπη αμφοτεροβαρής σύμβαση, με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα αναλαμβάνουν μεταξύ τους την υποχρέωση να επιδιώξουν ένα κοινό σκοπό, καταβάλλοντας ίσες –αν δεν έχει οριστεί… … Dictionary of Greek
κατασκευαστικός — ή, ό (AM κατασκευαστικός, ή, όν) [κατασκευαστής] (λογ.) (για συλλογισμό ή επιχείρημα) ο αποδεικτικός, ο βεβαιωτικός νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατασκευή 2. ο ικανός να κατασκευάζει κάτι αρχ. 1. ο ικανός στο να προνοεί, ο… … Dictionary of Greek
κηδεμονικός — ή, ό (ΑΜ κηδεμονικός, ή, όν) [κηδεμών] αυτός που αρμόζει ή αναφέρεται στον κηδεμόνα ή στην κηδεμονία αρχ. 1. αυτός που φροντίζει κάποιον, που προνοεί για κάποιον («κηδεμονικός φίλος», Πολ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το κηδεμονικόν η κηδεμονία. επίρρ...… … Dictionary of Greek
μήστωρ — μήστωρ, ορος και ωρος, ὁ (Α) 1. (για τον Δία) αυτός που προνοεί, συμβουλεύει ή εποπτεύει («Ζῆν ὕπατον μήστωρ ούδ εἰ μάλα πολλὰ κάμοιτε», Ομ. Ιλ.) 2. (ιδίως για τον Πρίαμο) αυτός που διακρίνεται για τη φρόνησή του και για τις συνετές αποφάσεις του … Dictionary of Greek
μείρομαι — (I) (ΑM μείρομαι) 1. (στον παθ. παρακμ. και υπερσ. ως απρόσ.) εἵμαρται, εἵμαρτο είναι πεπρωμένο, είναι (ήταν) ορισμένο από τη μοίρα («νῡν δὲ με λευγαλέῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι», Ομ. Ιλ.) 2. (το θηλ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ἡ εἱμαρμένη η μοίρα,… … Dictionary of Greek